- στραβοτιμονιάζω
- αμετ.1) резко и неправильно повернуть руль; 2) перен. делать неверный шаг, ошибаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παρατιμονιάζω — [παρατιμονιά] 1. κάνω λάθος στον χειρισμό τού τιμονιού, στραβοτιμονιάζω 2. μτφ. κάνω λανθασμένη ή αξιοκατάκριτη πράξη … Dictionary of Greek